καταπλατύς

καταπλατύς
καταπλατύς, -εῑα, -ύ (Μ)
πολύ πλατύς, εντελώς πλατύς, αυτός που έχει πολύ ευρέα, πλατιά στέρνα και μέλη («ἀπὸ δὲ τοῡ καταπλατὺς τῷ σώματι ὑπάρχειν. Πλάτωνος κλῆσιν ἔσχηκεν», Τζέτζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”